Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristudiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ristuˈdjare]

σπουδάζω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristucco risucchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )
risultabile (επίθ.)
risultante (θηλ.ουσ)
risultante (επίθ.)
risultanza (θηλ.ουσ)
risultare (ρ.αμτβ.)
risultato (ουσ αρσ )
risurrezione (θηλ.ουσ)
risuscitamento (ουσ αρσ )
risuscitare (ρ.αμτβ.)
risuscitare (ρ. μτβ.)
risvegliare (ρ. μτβ.)
risvegliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---