Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristucchévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ristukˈkevole] 1 ανιαρός 2 πληκτικός 3 μονότονος 4 ενοχλητικός 5 βαρετός 6 κουραστικός 7 οχληρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |