Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristoratìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtivo]

τονωτικό

ristoratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtivo]

1 αναζωογονητικός
2 τονωτικός
3 δυναμωτικός
4 δροσιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristorarsi ristoratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristampatore (ουσ αρσ )
ristare (ρ.αμτβ.)
ristorante (ουσ αρσ )
ristorare (ρ. μτβ.)
ristorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)
ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---