Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristampatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ristampaˈtore]

εκδοτικός οίκος που ανατυπώνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristampare ristare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristagnatura (θηλ.ουσ)
ristagno (ουσ αρσ )
ristampa (θηλ.ουσ)
ristampabile (επίθ.)
ristampare (ρ. μτβ.)
ristampatore (ουσ αρσ )
ristare (ρ.αμτβ.)
ristorante (ουσ αρσ )
ristorare (ρ. μτβ.)
ristorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)
ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---