Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristabiliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ristabiliˈmento]

1 αποκατάσταση
2 αναδιοργάνωση
3 ανοικοδόμηση
4 ανασύνταξη
5 ανάκτηση δυνάμεων
6 ανίδρυση
7 αναδόμηση
8 ανασχηματισμός
9 ανασυγκρότηση
10 ανασύσταση
11 επανίδρυση
12 ανασύνθεση
13 αναμόρφωση
14 ανάρρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rissoso ristabilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rissaiolo (ουσ αρσ )
rissaiolo (επίθ.)
rissare (ρ.αμτβ.)
rissosità (θηλ.ουσ)
rissoso (επίθ.)
ristabilimento (ουσ αρσ )
ristabilire (ρ. μτβ.)
ristabilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnamento (ουσ αρσ )
ristagnare (ρ.αμτβ.)
ristagnare (ρ. μτβ.)
ristagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnatura (θηλ.ουσ)
ristagno (ουσ αρσ )
ristampa (θηλ.ουσ)
ristampabile (επίθ.)
ristampare (ρ. μτβ.)
ristampatore (ουσ αρσ )
ristare (ρ.αμτβ.)
ristorante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---