Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rispolveràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rispolveˈrare]

1 ξεσκονίζω ξανά
2 ξανασκουπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risplendere rispondente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)
risplendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rispolverare (ρ. μτβ.)
rispondente (αρσ. επίθ και ουσ)
rispondenza (θηλ.ουσ)
rispondere (ρ.αμτβ.)
rispondere (ρ. μτβ.)
risposare (ρ. μτβ.)
risposarsi (ρ. μ. αμτβ.)
risposta (θηλ.ουσ)
rispuntare (ρ.αμτβ.)
rispuntare (ρ. μτβ.)
rissa (θηλ.ουσ)
rissaiolo (ουσ αρσ )
rissaiolo (επίθ.)
rissare (ρ.αμτβ.)
rissosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---