Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risplendènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [risplenˈdɛnte]

1 υπέρλαμπρος
2 φεγγοβόλος
3 αστραποβόλος
4 λαμπρός
5 ακτινοβόλος
6 φωτοφανής
7 αστραφτερός
8 γυαλιστερός
9 αγλαός
10 απαστράπτων
11 περιλαμπής
12 περίλαμπρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rispiegare risplendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rispettivo (επίθ.)
rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)
risplendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rispolverare (ρ. μτβ.)
rispondente (αρσ. επίθ και ουσ)
rispondenza (θηλ.ουσ)
rispondere (ρ.αμτβ.)
rispondere (ρ. μτβ.)
risposare (ρ. μτβ.)
risposarsi (ρ. μ. αμτβ.)
risposta (θηλ.ουσ)
rispuntare (ρ.αμτβ.)
rispuntare (ρ. μτβ.)
rissa (θηλ.ουσ)
rissaiolo (ουσ αρσ )
rissaiolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---