Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisparmiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [risparˈmjare] αποταμιεύω, οικονομώ risparmiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [risparˈmjarsi] 1 προφυλάγομαι 2 προσέχω 3 προσέχω τον εαυτό μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |