Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rispalmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rispalˈmare]

1 διαδίδω ξανά
2 απλώνω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risovvenirsi rispargere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risospingere (ρ. μτβ.)
risotto (ουσ αρσ )
risottomettere (ρ. μτβ.)
risottomettersi (ρ.μ. (αντων.))
risovvenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rispalmare (ρ. μτβ.)
rispargere (ρ. μτβ.)
risparmiare (ρ. μτβ.)
risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispettivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---