Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rispecchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rispekˈkjare]

1 καθρεφτίζω ξανά
2 αντικατοπτρίζω
3 καθρεφτίζω
4 ανακλώ
5 αντανακλώ
6 αντικαθρεφτίζω

rispecchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rispekˈkjarsi]

1 καθρεφτίζομαι
2 αντανακλώμαι
3 ανακλώμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risparmio rispedire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rispargere (ρ. μτβ.)
risparmiare (ρ. μτβ.)
risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispettivamente (επίρ.)
rispettivo (επίθ.)
rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---