Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risonatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [risonaˈtore]

1 διάταξη συντονισμού
2 ηχείο
3 αντηχείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risonare risone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)
risonanza (θηλ.ουσ)
risonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risone (ουσ αρσ )
risorgere (ρ.αμτβ.)
risorgimentale (επίθ.)
risorgimentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
risorgimento (ουσ αρσ )
risorgiva (θηλ.ουσ)
risorgivo (επίθ.)
risorsa (θηλ.ουσ)
risospingere (ρ. μτβ.)
risotto (ουσ αρσ )
risottomettere (ρ. μτβ.)
risottomettersi (ρ.μ. (αντων.))
risovvenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rispalmare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---