Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisonatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [risonaˈtore] 1 διάταξη συντονισμού 2 ηχείο 3 αντηχείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |