Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisórgere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [riˈsorʤere] 1 αναζωογονούμαι 2 ξανανθίζω 3 ξαναχτίζομαι 4 ανασταίνομαι 5 νεκρανασταίνομαι 6 ανίσταμαι 7 αναθάλλω 8 σηκώνομαι ξανά 9 ξεπετάγομαι 10 ξεβλασταρώνω ξανά 11 ξεφυτρώνω πάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |