Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisonànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [risoˈnante] 1 που παράγει καθαρό ή έντονο ήχο 2 εύηχος 3 αντηχών 4 ηχήεις 5 καμπανιστός 6 ηχηρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |