Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risolvìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [risolˈvibile]

1 που μπορεί να διαλυθεί
2 επιλύσιμος
3 διαλυτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolversi risolvibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)
risolvibilità (θηλ.ουσ)
risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)
risonanza (θηλ.ουσ)
risonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risone (ουσ αρσ )
risorgere (ρ.αμτβ.)
risorgimentale (επίθ.)
risorgimentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
risorgimento (ουσ αρσ )
risorgiva (θηλ.ουσ)
risorgivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---