Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risoluzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [risolutˈtsjone]

1 επίλυση
2 διάλυση
3 λύση
4 αποφασιστικότητα
5 απόφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolutore risolvente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)
risolvibilità (θηλ.ουσ)
risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)
risonanza (θηλ.ουσ)
risonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risone (ουσ αρσ )
risorgere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---