Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risolutaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [risolutaˈmente]

1 αποφασιστικά
2 με θεληματικότητα
3 χωρίς δισταγμούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolubile risolutezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risolino (ουσ αρσ )
risollevare (ρ. μτβ.)
risollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolto (επίθ.)
risolubile (επίθ.)
risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)
risolvibilità (θηλ.ουσ)
risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---