Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risollevàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risolleˈvare]

1 ανακουφίζω
2 σηκώνω πιο ψηλά
3 παρηγορώ
4 λευτερώνω
5 ελευθερώνω
6 απεγκλωβίζω
7 ανεβάζω
8 ανυψώνω
9 σηκώνω εκ νέου
10 εισηγούμαι ξανά
11 ξανασηκώνω
12 αυξάνω
13 καθησυχάζω
14 ξαλαφρώνω

risollevarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [risolleˈvarsi]

1 ξανασηκώνομαι
2 αναρρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolino risolto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risoffiare (ρ.αμτβ.)
risoffiare (ρ. μτβ.)
risolare (ρ. μτβ.)
risolatura (θηλ.ουσ)
risolino (ουσ αρσ )
risollevare (ρ. μτβ.)
risollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolto (επίθ.)
risolubile (επίθ.)
risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---