Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisolìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risoˈlino] 1 χαχανητό 2 κρυφό ή συγκρατημένο γέλιο 3 καγχασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |