Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risolìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risoˈlino]

1 χαχανητό
2 κρυφό ή συγκρατημένο γέλιο
3 καγχασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolatura risollevare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riso (ουσ αρσ )
risoffiare (ρ.αμτβ.)
risoffiare (ρ. μτβ.)
risolare (ρ. μτβ.)
risolatura (θηλ.ουσ)
risolino (ουσ αρσ )
risollevare (ρ. μτβ.)
risollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolto (επίθ.)
risolubile (επίθ.)
risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---