Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risolùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [risoˈluto]

1 ανυποχώρητος
2 αμετακίνητος
3 απαρασάλευτος
4 ειλικρινής
5 αποφασισμένος
6 ανένδοτος
7 αταλάντευτος
8 αδιάλλακτος
9 αμετάπειστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolutivo risolutore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risolto (επίθ.)
risolubile (επίθ.)
risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)
risoluzione (θηλ.ουσ)
risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)
risolvibilità (θηλ.ουσ)
risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)
risonanza (θηλ.ουσ)
risonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risonatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---