Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈriso]

1 (cibo) το ρύζι
2 (risata) το γέλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risma risoffiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risigillare (ρ. μτβ.)
risina (θηλ.ουσ)
risipola (θηλ.ουσ)
risistemare (ρ. μτβ.)
risma (θηλ.ουσ)
riso (ουσ αρσ )
risoffiare (ρ.αμτβ.)
risoffiare (ρ. μτβ.)
risolare (ρ. μτβ.)
risolatura (θηλ.ουσ)
risolino (ουσ αρσ )
risollevare (ρ. μτβ.)
risollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolto (επίθ.)
risolubile (επίθ.)
risolutamente (επίρ.)
risolutezza (θηλ.ουσ)
risolutivo (επίθ.)
risoluto (αρσ. επίθ και ουσ)
risolutore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---