Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrìso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈriso] 1 (cibo) το ρύζι 2 (risata) το γέλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |