Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orciàio (ουσ αρσ ) ordinatóre (ουσ αρσ )
órcio (ουσ αρσ ) ordinatóre (επίθ.)
òrco, órco (ουσ αρσ ) ordinatório (επίθ.)
òrda (θηλ.ουσ) ordinazióne (θηλ.ουσ)
ordàlia, ordalìa (θηλ.ουσ) órdine (ουσ αρσ )
ordàlico (επίθ.) ordìre (ρ. μτβ.)
ordìgno (ουσ αρσ ) ordìto (αρσ. επίθ και ουσ)
ordiménto (ουσ αρσ ) orditóio (ουσ αρσ )
ordinàbile (επίθ.) orditóre (ουσ αρσ )
ordinàle (ουσ αρσ ) orditùra (θηλ.ουσ)
ordinàle (επίθ.) orèade (θηλ.ουσ)
ordinaménto (ουσ αρσ ) orécchia (θηλ.ουσ)
ordinàndo (αρσ. επίθ και ουσ) orecchiàbile (επίθ.)
ordinànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) orecchiànte (ουσ αρσ )
ordinànza (θηλ.ουσ) orecchiànte (επίθ.)
ordinàre (ρ. μτβ.) orecchiétta (θηλ.ουσ)
ordinariaménte (επίρ.) orecchìno (ουσ αρσ )
ordinariàto (ουσ αρσ ) orécchio (ουσ αρσ )
ordinàrio (ουσ αρσ ) orecchióne (ουσ αρσ )
ordinàrio (επίθ.) orecchióni (ουσ αρσ πληθ.)
ordinàta (θηλ.ουσ) orecchiùto (επίθ.)
ordinatàrio (ουσ αρσ ) oréfice (ουσ αρσ και θηλ.)
ordinatìvo (ουσ αρσ ) oreficerìa (θηλ.ουσ)
ordinatìvo (επίθ.) oreria (θηλ.ουσ)
ordinàto (επίθ.) Orèste (κύρ.όν. αρσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: