Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orditùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈtura]

1 γιαπί
2 δολοπλοκία
3 νήματα κατά μήκος αργαλειού
4 σκελετός οικοδομής
5 στημόνι
6 στημόνιασμα
7 πλοκή
8 ίντριγκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orditore oreade  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ordine (ουσ αρσ )
ordire (ρ. μτβ.)
ordito (αρσ. επίθ και ουσ)
orditoio (ουσ αρσ )
orditore (ουσ αρσ )
orditura (θηλ.ουσ)
oreade (θηλ.ουσ)
orecchia (θηλ.ουσ)
orecchiabile (επίθ.)
orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)
orecchietta (θηλ.ουσ)
orecchino (ουσ αρσ )
orecchio (ουσ αρσ )
orecchione (ουσ αρσ )
orecchioni (ουσ αρσ πληθ.)
orecchiuto (επίθ.)
orefice (ουσ αρσ και θηλ.)
oreficeria (θηλ.ουσ)
oreria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---