Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόordìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [orˈdito] 1 υφή 2 ιστός 3 πλέγμα 4 στημόνι 5 νήματα κατά μήκος αργαλειού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |