Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ordinatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ordinaˈtore]

1 οργανωτής
2 ρυθμιστής
3 ηλεκτρονικός υπολογιστής
4 κομπιούτερ
5 εντολέας

ordinatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ordinaˈtore]

1 συντονιστικός
2 οργανωτικός
3 ρυθμιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ordinato ordinatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ordinata (θηλ.ουσ)
ordinatario (ουσ αρσ )
ordinativo (ουσ αρσ )
ordinativo (επίθ.)
ordinato (επίθ.)
ordinatore (ουσ αρσ )
ordinatore (επίθ.)
ordinatorio (επίθ.)
ordinazione (θηλ.ουσ)
ordine (ουσ αρσ )
ordire (ρ. μτβ.)
ordito (αρσ. επίθ και ουσ)
orditoio (ουσ αρσ )
orditore (ουσ αρσ )
orditura (θηλ.ουσ)
oreade (θηλ.ουσ)
orecchia (θηλ.ουσ)
orecchiabile (επίθ.)
orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---