Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόordinatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ordinaˈtivo] παραγγελία (εμπορική) ordinatìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ordinaˈtivo] 1 συντονιστικός 2 ρυθμιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |