Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


órdine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈordine]

1 (comando) η διαταγή
2 (disposizione) η τάξη
3 (successione) η σειρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ordinazione ordire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in ordine alfabetico = σε αλφαβητική σειρά || ordine [αρσ.] ionico = ο ιωνικός ρυθμός || ordine [αρσ.] del giorno = η ημερήσια διάταξη || parola [θηλ.] d'ordine = ο κωδικός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ordinato (επίθ.)
ordinatore (ουσ αρσ )
ordinatore (επίθ.)
ordinatorio (επίθ.)
ordinazione (θηλ.ουσ)
ordine (ουσ αρσ )
ordire (ρ. μτβ.)
ordito (αρσ. επίθ και ουσ)
orditoio (ουσ αρσ )
orditore (ουσ αρσ )
orditura (θηλ.ουσ)
oreade (θηλ.ουσ)
orecchia (θηλ.ουσ)
orecchiabile (επίθ.)
orecchiante (ουσ αρσ )
orecchiante (επίθ.)
orecchietta (θηλ.ουσ)
orecchino (ουσ αρσ )
orecchio (ουσ αρσ )
orecchione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---