Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorécchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈrekkjo] το αυτί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαduro d'orecchi = περήφανος στ' αυτιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |