Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòrfano
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrfano] ο ορφανός (-ή) òrfano επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrfano] ορφανός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |