Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orfèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈfɛo]

Ορφέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orfanotrofio orfico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orfana (θηλ.ουσ)
orfanella (θηλ.ουσ)
orfano (ουσ αρσ )
orfano (επίθ.)
orfanotrofio (ουσ αρσ )
orfeo (ουσ αρσ )
orfico (αρσ. επίθ και ουσ)
orfismo (ουσ αρσ )
organaio (ουσ αρσ )
organdi (ουσ αρσ )
organdis (ουσ αρσ )
organetto (ουσ αρσ )
organica (θηλ.ουσ)
organicamente (επίρ.)
organicismo (ουσ αρσ )
organicità (θηλ.ουσ)
organico (ουσ αρσ )
organico (επίθ.)
organigramma (ουσ αρσ )
organino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---