Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorganicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [organiʧiˈta] 1 οργανικότητα 2 οργανική ενότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |