Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorganizzàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [organidˈdzato] οργανωμένο μέλος organizzàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [organidˈdzato] οργανωμένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαviaggio [αρσ.] organizzato = το οργανωμένο ταξίδι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |