Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


organologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [organoloˈʤia]

οργανολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  organolettico organologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organogenico (επίθ.)
organogeno (επίθ.)
organografia (θηλ.ουσ)
organografico (επίθ.)
organolettico (επίθ.)
organologia (θηλ.ουσ)
organologico (επίθ.)
organometallico (επίθ.)
organometallo (ουσ αρσ )
organopatia (θηλ.ουσ)
organoscopia (θηλ.ουσ)
organoterapia (θηλ.ουσ)
organza (θηλ.ουσ)
organzino (ουσ αρσ )
orgasmico (επίθ.)
orgasmo (ουσ αρσ )
orgia (θηλ.ουσ)
orgiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
orgiastico (επίθ.)
orgoglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---