Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orgàsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈgazmo]

ο οργασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orgasmico orgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

organoscopia (θηλ.ουσ)
organoterapia (θηλ.ουσ)
organza (θηλ.ουσ)
organzino (ουσ αρσ )
orgasmico (επίθ.)
orgasmo (ουσ αρσ )
orgia (θηλ.ουσ)
orgiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
orgiastico (επίθ.)
orgoglio (ουσ αρσ )
orgogliosamente (επίρ.)
orgoglioso (επίθ.)
oricalco (ουσ αρσ )
orice (ουσ αρσ )
oricello (ουσ αρσ )
orientabile (επίθ.)
orientale (επίθ.)
orientaleggiante (επίθ.)
orientalismo (ουσ αρσ )
orientalista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---