Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oricàlco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oriˈkalko]

1 μπρούντζος
2 ορείχαλκος
3 πάφιλας
4 σάλπιγγα
5 τρομπέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orgoglioso orice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orgiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
orgiastico (επίθ.)
orgoglio (ουσ αρσ )
orgogliosamente (επίρ.)
orgoglioso (επίθ.)
oricalco (ουσ αρσ )
orice (ουσ αρσ )
oricello (ουσ αρσ )
orientabile (επίθ.)
orientale (επίθ.)
orientaleggiante (επίθ.)
orientalismo (ουσ αρσ )
orientalista (ουσ αρσ και θηλ.)
orientalistica (θηλ.ουσ)
orientamento (ουσ αρσ )
orientare (ρ. μτβ.)
orientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orientativo (επίθ.)
orientazione (θηλ.ουσ)
oriente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---