Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoricàlco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oriˈkalko] 1 μπρούντζος 2 ορείχαλκος 3 πάφιλας 4 σάλπιγγα 5 τρομπέτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |