Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orgóglio, orgòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈgoʎʎo], [orˈgɔʎʎo]

η περηφάνια, η υπερηφάνεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orgiastico orgogliosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orgasmico (επίθ.)
orgasmo (ουσ αρσ )
orgia (θηλ.ουσ)
orgiasta (ουσ αρσ και θηλ.)
orgiastico (επίθ.)
orgoglio (ουσ αρσ )
orgogliosamente (επίρ.)
orgoglioso (επίθ.)
oricalco (ουσ αρσ )
orice (ουσ αρσ )
oricello (ουσ αρσ )
orientabile (επίθ.)
orientale (επίθ.)
orientaleggiante (επίθ.)
orientalismo (ουσ αρσ )
orientalista (ουσ αρσ και θηλ.)
orientalistica (θηλ.ουσ)
orientamento (ουσ αρσ )
orientare (ρ. μτβ.)
orientarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---