Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorgóglio, orgòglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orˈgoʎʎo], [orˈgɔʎʎo] η περηφάνια, η υπερηφάνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |