Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orientalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orjentaˈlizmo]

1 μελέτη πολιτισμών της ανατολής
2 συνήθεια λαών άπω ανατολής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orientaleggiante orientalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orice (ουσ αρσ )
oricello (ουσ αρσ )
orientabile (επίθ.)
orientale (επίθ.)
orientaleggiante (επίθ.)
orientalismo (ουσ αρσ )
orientalista (ουσ αρσ και θηλ.)
orientalistica (θηλ.ουσ)
orientamento (ουσ αρσ )
orientare (ρ. μτβ.)
orientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orientativo (επίθ.)
orientazione (θηλ.ουσ)
oriente (αρσ. επίθ και ουσ)
orifiamma (θηλ.ουσ)
orificio (ουσ αρσ )
orifizio (ουσ αρσ )
origami (ουσ αρσ )
origano (ουσ αρσ )
Origene (κύρ.όν.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---