Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Orìgene
κύριο όνομα

Προσφορά I.P.A.: [oˈriʤene]

Οριγένης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  origano originale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orifiamma (θηλ.ουσ)
orificio (ουσ αρσ )
orifizio (ουσ αρσ )
origami (ουσ αρσ )
origano (ουσ αρσ )
Origene (κύρ.όν.)
originale (ουσ αρσ και θηλ.)
originale (επίθ.)
originalità (θηλ.ουσ)
originalmente (επίρ.)
originare (ρ.αμτβ.)
originare (ρ. μτβ.)
originarsi (ρ.μ. (αντων.))
originariamente (επίρ.)
originario (επίθ.)
origine (θηλ.ουσ)
origliare (ρ.αμτβ.)
origliere (ουσ αρσ )
orina (θηλ.ουσ)
orinale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---