Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


originàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnare]

1 κατάγομαι
2 πηγάζω
3 προέρχομαι
4 βαστώ
5 γεννιέμαι
6 έλκω την καταγωγή
7 ορμώμαι

originàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnare]

1 ξεκινώ
2 πηγάζω
3 ιδρύω
4 εκκινώ
5 επινοώ
6 γεννώ
7 προκαλώ
8 προξενώ
9 επιφέρω
10 δημιουργώ
11 επιδρώ

originarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnarsi]

1 κατάγομαι
2 βαστώ
3 ορμώμαι
4 πηγάζω
5 γεννιέμαι
6 έλκω την καταγωγή
7 προέρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  originalmente originariamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Origene (κύρ.όν.)
originale (ουσ αρσ και θηλ.)
originale (επίθ.)
originalità (θηλ.ουσ)
originalmente (επίρ.)
originare (ρ.αμτβ.)
originare (ρ. μτβ.)
originarsi (ρ.μ. (αντων.))
originariamente (επίρ.)
originario (επίθ.)
origine (θηλ.ουσ)
origliare (ρ.αμτβ.)
origliere (ουσ αρσ )
orina (θηλ.ουσ)
orinale (ουσ αρσ )
orinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orinario (επίθ.)
orinata (θηλ.ουσ)
orinatoio (ουσ αρσ )
oriolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---