Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


originàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnale]

1 εκκεντρικός άνθρωπος
2 περίεργος άνθρωπος

originàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnale]

πρωτότυπος (-η, -ο), γνήσιος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Origene originalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orificio (ουσ αρσ )
orifizio (ουσ αρσ )
origami (ουσ αρσ )
origano (ουσ αρσ )
Origene (κύρ.όν.)
originale (ουσ αρσ και θηλ.)
originale (επίθ.)
originalità (θηλ.ουσ)
originalmente (επίρ.)
originare (ρ.αμτβ.)
originare (ρ. μτβ.)
originarsi (ρ.μ. (αντων.))
originariamente (επίρ.)
originario (επίθ.)
origine (θηλ.ουσ)
origliare (ρ.αμτβ.)
origliere (ουσ αρσ )
orina (θηλ.ουσ)
orinale (ουσ αρσ )
orinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---