Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorìgine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oˈriʤine] η αρχή, η καταγωγή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdenominazione [θηλ.] di origine controllata = ομομασίας προελεύσεως Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |