Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoriòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈrjɔlo] φλώρος Oriolus oriolus (πτηνό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |