Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorizzontàle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oriddzonˈtale] οριζόντια λέξη σε σταυρόλεξο orizzontàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oriddzonˈtale] οριζόντιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |