Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


órlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈorlo]

1 το ρέλι, το κράσπεδο
2 (recipiente, precipizio) το χείλος
3 (stoffa) η μπορντούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orlatura orlon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orizzontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orizzonte (ουσ αρσ )
orlare (ρ. μτβ.)
orlatrice (θηλ.ουσ)
orlatura (θηλ.ουσ)
orlo (ουσ αρσ )
orlon (ουσ αρσ )
orma (θηλ.ουσ)
ormai (επίρ.)
ormeggiare (ρ. μτβ.)
ormeggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ormeggio (ουσ αρσ )
ormonale (επίθ.)
ormone (ουσ αρσ )
ormonico (επίθ.)
ormonoterapia (θηλ.ουσ)
ornamentale (επίθ.)
ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---