Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόórlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈorlo] 1 το ρέλι, το κράσπεδο 2 (recipiente, precipizio) το χείλος 3 (stoffa) η μπορντούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |