Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ormeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ormedˈʤare]

αράζω

ormeggiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ormedˈʤarsi]

1 έρχομαι σε αγκυροβόλιο
2 προσλιμενίζομαι
3 ελλιμενίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ormai ormeggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orlatura (θηλ.ουσ)
orlo (ουσ αρσ )
orlon (ουσ αρσ )
orma (θηλ.ουσ)
ormai (επίρ.)
ormeggiare (ρ. μτβ.)
ormeggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ormeggio (ουσ αρσ )
ormonale (επίθ.)
ormone (ουσ αρσ )
ormonico (επίθ.)
ormonoterapia (θηλ.ουσ)
ornamentale (επίθ.)
ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )
ornare (ρ. μτβ.)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.))
ornatezza (θηλ.ουσ)
ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---