Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόormeggiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ormedˈʤare] αράζω ormeggiàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ormedˈʤarsi] 1 έρχομαι σε αγκυροβόλιο 2 προσλιμενίζομαι 3 ελλιμενίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |