ItalianoGreco


ornamentazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ornamentatˈtsjone]

1 ντεκόρ
2 εξωραὶσμός
3 στολισμός
4 πλούμισμα
5 φιοριτούρα
6 στολίδι
7 διακόσμηση
8 στόλισμα
9 διάκοσμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---