Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ornatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ornaˈtura]

1 ντεκόρ
2 εξωραὶσμός
3 στολισμός
4 πλούμισμα
5 γαρνίρισμα
6 διάκοσμος
7 διακόσμηση
8 στόλισμα
9 στολίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ornatore orneblenda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)
ornativo (επίθ.)
ornato (ουσ αρσ )
ornato (επίθ.)
ornatore (ουσ αρσ )
ornatura (θηλ.ουσ)
orneblenda (θηλ.ουσ)
ornello (ουσ αρσ )
orniello (ουσ αρσ )
ornitologia (θηλ.ουσ)
ornitologico (επίθ.)
ornitologo (ουσ αρσ )
ornitomanzia (θηλ.ουσ)
ornitorinco (ουσ αρσ )
ornitosi (θηλ.ουσ)
ornitottero (ουσ αρσ )
orno (ουσ αρσ )
oro (ουσ αρσ )
orobanche (θηλ.ουσ)
orofaringe (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---