Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔro]

το χρυσάφι, ο χρυσός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orno orobanche  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


d'oro = χρυσός [-ή, -ό] || gli ori [αρσ. πλυθ.] = τα χρυσαφικά || nozze [θηλ. πλυθ. άκλ.] d'oro = οι χρυσοί γάμοι [m.] || un lingotto [αρσ.] d'oro = ένα κομμάτι μάλαμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ornitomanzia (θηλ.ουσ)
ornitorinco (ουσ αρσ )
ornitosi (θηλ.ουσ)
ornitottero (ουσ αρσ )
orno (ουσ αρσ )
oro (ουσ αρσ )
orobanche (θηλ.ουσ)
orofaringe (ουσ αρσ και θηλ.)
orogenesi (θηλ.ουσ)
orogenetico (επίθ.)
orografia (θηλ.ουσ)
orografico (επίθ.)
oroidrografia (θηλ.ουσ)
oroidrografico (επίθ.)
orologeria (θηλ.ουσ)
orologiaio (ουσ αρσ )
orologiero (επίθ.)
orologio (ουσ αρσ )
oroscopia (θηλ.ουσ)
oroscopico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---