Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόornitòttero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orniˈtɔttero] 1 ορθόπτερο 2 αεροπλάνο με κίνηση πτερύγων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |