Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ornitòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orniˈtɔzi]

1 ψιττάκωση
2 ορνίθωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ornitorinco ornitottero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ornitologia (θηλ.ουσ)
ornitologico (επίθ.)
ornitologo (ουσ αρσ )
ornitomanzia (θηλ.ουσ)
ornitorinco (ουσ αρσ )
ornitosi (θηλ.ουσ)
ornitottero (ουσ αρσ )
orno (ουσ αρσ )
oro (ουσ αρσ )
orobanche (θηλ.ουσ)
orofaringe (ουσ αρσ και θηλ.)
orogenesi (θηλ.ουσ)
orogenetico (επίθ.)
orografia (θηλ.ουσ)
orografico (επίθ.)
oroidrografia (θηλ.ουσ)
oroidrografico (επίθ.)
orologeria (θηλ.ουσ)
orologiaio (ουσ αρσ )
orologiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---