Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόórno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈorno] φυτό Fraxinus ornus (χρησιμοποίησε καλύτερα το ornello) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |